-
1 συνεταιρισμός
ο1) кооператив, кооперация; артель, товарищество; объединение;καταναλωτικός (παραγωγικός) συνεταιρισμός — потребительская (производственная) кооперация;
οικονομικός (γεωργικός) συνεταιρισμός — хозяйственная (сельскохозяйственная) кооперация;
2) кооперирование -
2 кооперативация
кооператив||ацияж1. (форма организации труда) ἡ συνεργασία·2. (торговая или производственная организация) ὁ συνεταιρισμός:потребительская (производственная) \кооперативацияация ὁ καταναλωτικός (ό παραγωγικός) συνεταιρισμός· сельскохозяйственная \кооперативацияацня ὁ γεωργικός συνεταιρισμός. -
3 кооперация
-и θ.1. συνεργασία παραγωγική.2. συνεταιρισμός•потребительская кооперация καταναλωτικός συνεταιρισμός•
производственная παραγωγικός συνεταιρισμός•
сельскохозяиственная кооперация αγροτικός συνεταιρισμός.
3. συνεταιρικό μαγαζί, κοοπερατίβα. συνεργατική.
См. также в других словарях:
συνεταιρισμός — Ως γενικότερη έννοια, σ. είναι κάθε οργανωμένη σύμπραξη πολλών προσώπων που επιδιώκουν τον ίδιο, συγκεκριμένο σκοπό. Την ελευθερία της συγκρότησης τέτοιων ομάδων συνεργασίας για την επιδίωξη νόμιμων σκοπών εγγυούνται τα συντάγματα όλων των… … Dictionary of Greek